φεύγω

φεύγω
φεύγω (φεύγομεν, -οντι; -ων; -ειν: impf. φεῦγε: aor. φᾰγε, -ον; -οι; -ών, -όντα, -όντες; -εῖν: pf. πεφευγότες.)
1 escape, avoid
a c. acc.

τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνὴρ O. 6.6

γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90

ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν P. 2.53

κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (byz.: φεῦγον codd.) P. 5.58

τρὶς δὴ πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών P. 9.92

πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν P. 10.43

ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα (sc. Ἄδραστος) N. 9.13θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενονN. 10.83 ]

φγον ἄνδρα Pae. 12.22

δει]ματι σχόμεναι φύγον Pae. 20.17

]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας Δ. 1. 1. βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος (sc. οἱ θεοί) fr. 143. 3.
b abs., flee

ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

c c. acc. cogn. ἔνθ' Ἀλεξίδαμος, ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον, παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν (i. e. he outstripped his competitors) P. 9.121
d fragg. τὸ δὲ φυγεῖν Δ. . . ]οι φύγον ον[ fr. 140a. 53 (27). ]ν φευγο[ fr. 215b, col. 2. 18.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φεύγω — flee pres subj act 1st sg φεύγω flee pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — φεύγω, έφυγα βλ. πίν. 228 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — έφυγα 1. αμτβ., απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, παίρνω δρόμο: Φεύγετε να φεύγουμε, τ έρχεται ο τουρλόπαπας… (δημ. τραγ., δηλ. όπου φύγει, φύγει). 2. αναχωρώ, αποχωρώ, απομακρύνομαι, αποσύρομαι: Αύριο φεύγω για το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φευξούμενον — φεύγω flee fut part mid masc acc sg (attic epic doric) φεύγω flee fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) φεύγω flee fut part mid masc acc sg (doric) φεύγω flee fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric) φεύζω cry fut part mid masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεῦγον — φεύγω flee pres part act masc voc sg φεύγω flee pres part act neut nom/voc/acc sg φεύγω flee imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φεύγω flee imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγετον — φεύγω flee pres imperat act 2nd dual φεύγω flee pres ind act 3rd dual φεύγω flee pres ind act 2nd dual φεύγω flee imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγετε — φεύγω flee pres imperat act 2nd pl φεύγω flee pres ind act 2nd pl φεύγω flee imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγῃ — φεύγω flee pres subj mp 2nd sg φεύγω flee pres ind mp 2nd sg φεύγω flee pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφευγμένον — φεύγω flee perf part mp masc acc sg (epic) φεύγω flee perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) φεύζω cry perf part mp masc acc sg (doric) φεύζω cry perf part mp neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφευγότα — φεύγω flee perf part act neut nom/voc/acc pl φεύγω flee perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”